- τάραχος
- ο1. ταραχή (βλ. λ.).2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τάραχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
ταράχοις — τάραχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχου — τάραχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχους — τάραχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχῳ — τάραχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχον — τάραχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)